εκτελώ

εκτελώ
(-έω) (AM ἐκτελῶ)
1. φέρω εντελώς εις πέρας, κατορθώνω, πραγματοποιώ(«ἐκτελέσας μέγα ἔργον», Οδ. γ)
2. παίζω, αποδίδω μουσικό κομμάτι
νεοελλ.
1. θανατώνω κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο
2. (για φόνο) σκοτώνω εν ψυχρώ
3. «εκτελώ χρέη ή καθήκοντα» — αναπληρώνω κάποιον
μσν.
1. προσφέρω θυσία
2. γιορτάζω, διοργανώνω γιορτή
3. δοξολογώ
4. εξυπηρετώ
5. (για μέλισσα) παράγω
αρχ.
1. επληρώνω
2. (για χρόνο) συμπληρώνω
3. φρ. α) «ἐκτελῶ τήν καταδίκην» — τιμωρούμαι
β) «ἐκτελῶ τὸν βίον» — πεθαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκτελώ — εκτελώ, εκτέλεσα βλ. πίν. 76 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκτελώ — εκτέλεσα, εκτελέστηκα, εκτελεσμένος, μτβ. 1. πραγματοποιώ, εφαρμόζω. 2. (μουσ.), αποδίνω, παίζω: Θα εκτελεστούν έργα Σοπέν. 3. θανατώνω, σκοτώνω: Εκτελέστηκε ο προδότης. 4. φρ., «Eκτελώ χρέη νομάρχη, διευθυντή κτλ.», αναπληρώνω προσωρινά στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτελῶ — ἐκτελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκτελέω bring to an end pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκτελέω bring to an end fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκτελέω bring to an end pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη, αντικαθιστώ τον γυμνασιάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνασιάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • επιπεδομετρώ — εκτελώ επιπεδομέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + μετρώ] …   Dictionary of Greek

  • γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη: Στο σχολείο μου γυμνασιαρχεύει για χρόνια ο ίδιος διευθυντής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφορίζω — εκτελώ μαθηματικό υπολογισμό για να βρω το διαφορικό μιας συνάρτησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 …   Dictionary of Greek

  • επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”